- ευμετάδοτος
- ος , ον1) легко передающийся, передаваемый; доступный (о знаниях); 2) заразный, инфекционный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμετάδοτος — readily imparting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετάδοτος — η, ο (ΑΜ εὐμετάδοτος, ον) 1. αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. (για νόσους) αυτός που μεταδίδεται εύκολα, ο μολυσματικός, ο μεταδοτικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετάδοτον η μεγάλη μεταδοτικότητα αρχ. αυτός που μεταδίδει εύκολα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
εὐμεταδότως — εὐμετάδοτος readily imparting adverbial εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάδοτον — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem acc sg εὐμετάδοτος readily imparting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταδότοις — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταδότου — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταδότους — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταδότων — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταδότῳ — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάδοτα — εὐμετάδοτος readily imparting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμετάδοτοι — εὐμετάδοτος readily imparting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)